Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

έχει πολλή

См. также в других словарях:

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • ζωή — η 1. το να υπάρχει κάποιος: Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα (Σολωμός). 2. τρόπος ζωής: Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή. – Ειδυλλιακή ζωή. – Η ζωή στην επαρχία είναι ανυπόφορη. 3. ύπαρξη οργανικών ουσιών, όντων: Δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει ζωή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρωμαλέος — α, ο / ῥωμαλέος, α, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῑρα», Πλούτ.) αρχ. 1. υγιής 2. ανδρείος, γενναίος 3. (για πράγματα,… …   Dictionary of Greek

  • σαρκώδης — ες / σαρκώδης, ῶδες, ΝΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που έχει σάρκα («θεοὶ ἔναιμοι καὶ σαρκώδεις», Ηρόδ.) 2. όμοιος με σάρκα ως προς την σύσταση ή την μορφή, σαρκοειδής («σαρκῶδες ἔχουσι τὸ φύλλον», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. παχύσαρκος, πολύσαρκος, χοντρός 2 …   Dictionary of Greek

  • ευδύναμος — εὐδύναμος, ον (Α) αυτός που έχει πολλή δύναμη, ο ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δυναμος (< δύναμις), πρβλ. α δύναμος, ισο δύναμος] …   Dictionary of Greek

  • κλονόεις — κλονόεις, εσσα, εν (Α) [κλόνος] αυτός που έχει πολλή ταραχή …   Dictionary of Greek

  • ολοήσκιωτος — και ολοΐσκιωτος και ολόσκιωτος, η, ο αυτός που έχει πολλή σκιά, εντελώς σκιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + ησκιώνω (πρβλ. αλαφρ ήσκιωτος] …   Dictionary of Greek

  • περίσπουδος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλή σπουδή και ζήλο για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπουδος (< σπουδή), πρβλ. υπέρ σπουδος] …   Dictionary of Greek

  • πολυχαίτης — ο, ΝΑ αυτός που έχει πολλή χαίτη, πολλά μαλλιά ως χαίτη νεοελλ. 1. στον πληθ. οι πολυχαίτες και εσφ. τ. πολύχαιτοι ζωολ. ομοταξία θαλάσσιων δακτυλιοσκωλήκων, τών οποίων τα μεταμερή φέρουν πυκνούς θυσάνους από χιτινώδεις σμήριγγες 2. φρ. «υπόθεση… …   Dictionary of Greek

  • πολυχολικός — ή, ό, Ν [πολυχολία] αυτός που έχει πολλή χολή ή πάσχει από πολυχολία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»